Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

рука с рукаой

  • 1 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 2 рука

    рук||а
    ж
    1. τό χέρι, ἡ χείρ / τό μπράτσο, ὁ βραχίονας [-ων] (от локтя до плеча):
    правая \рука τό δεξιά χέρι· левая \рука τό ἀριστερό χέρι· брать на руки παίρνω στά χέρια· махать \рукаа́ми κουνώ τά χέρια· держать в \рукаа́х прям., перен ἔχω στό χέρι· взять кого-л. под руку πιάνω ἀπ' τό μπράτσο, πιάνω κάποιον ἀγκαζέ· идти под руку с кем-л. πηγαίνω μέ κάποιον ἀγκαζέ· вести кого-л. под руки συνοδεύω κάποιον κρατώντας τον ἀγκαζέ· вести за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· здороваться за руку χαιρετώ μέ χειραψία· подавать кому́-л. ру́ку δίνω τό χέρι μου· трогать \рукаами ἀγγίζω μέ τά χέρια· \рукаами не трогать! μήν ἀγγίζετε!· руки вверх! ψηλά τά χέρια!· по правую руку στό δεξί χέρι, στά δεξιά· на левой \рукае στ' ἀριστερό χέρι, στ' ἀριστερά· быть по \рукае (о перчатках) μοῦ ἐρχεται καλά στό χέρι·
    2. (почерк) ὁ γραφικός χαρακτήρας, τό γράψιμο:
    это не его \рука δέν εἶναι ὁ δικός του χαρακτήρας, δέν εἶναι τό γράψιμο του·
    3. перен (протекция) разг τό μέσο[ν], ἡ προστασία· ◊ он его правая \рука εἶναι τό δεξί του χέρι· \рука не дрогнет δέν θά διστάσω· у меня \рука не поднимается δέν μοδ κάνει καρδιά· золотые руки а) ἡ χρυσοχέρα (о женщине), б) ὁ χρυσοχέρης (о мужчине)· сидеть сложа руки κάθομαι μέ σταυρωμένα τά χέρια· руки не доходят до чего-л. δέν Εχω καιρό ν' ἀσχοληθώ μέ κάτι· у него руки опускаются χάνει τό κουράγιο του· ру́кн прочь! κάτω τά χέρια!· играть в четыре \рукай παίζω κατρμαίν связать кого-л. по \рукаам δένω τά χέρια κάποιου· быть связанным по \рукаа́м и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα· уда́рить по \рукаа́м (согласиться) δίνω χέρι, συμφωνώ· дать кому-л. по \рукаам τιμωρώ κάποιον, τσακίζω τά χέρια· ходить по \рукаам περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι· прибрать к \рукаам что-л. βάζω κάτι στό χέρι, οἰκειοποιούμαι κάτι· \рукаам воли не давай! μή σηκώνεις χέρι!· в одни руки (продать, отпустить) στό ἀτομο, κατ' ίίτο-μο[ν]· брать что-л. в свой руки παίρνω στά χέρια μου, ἀναλαμβάνω κάτι· взять кого-л. в руки κάνω κάποιον του χεριοο μου· взять себя в руки συνέρχομαι, συγκρατούμαι· попасть кому-л. в руки πέφτω στά χέρια κάποιου· быть в \рукаах у кого-л. μ' ἐχει κάποιος στό χέρι· быть (находиться) в хороших \рукаах βρίσκομαι σέ καλά χέρια· это в наших (их, ваших, его и т. п.) \рукаах εἶναι στό χέρι μας (τους, του, σας)· носить кого-л. на \рукаах ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· иметь на \рукаа́х ἔχω· умереть на \рукаах у кого-л. πεθαίνω στά χέρια κάποιου· на все ру́ки мастер πολυτεχνίτης· набить руку παίρνω τόν ἀέρα (τής δουλειάς), συνηθίζω σέ κάτι· марать руки λερώνω τά χέρια μου· умывать руки νίπτω τάς χείρας μου, πλένω τά χέρια μου· \рука руку моет погов. τό ἕνα χέρι νίβει τ' ἀλλο καί τά δυό τό πρόσωπο· \рука об руку χέρι μέ χέρι· на скорую руку разг πρόχειρα, στά πεταχτά· нечист на руку ἀπατεώνας, παλη-άνθρωιτος· под пьяную руку разг στό μεθύσι, μεθυσμένος· подать руку помощи δίνω βοήθεια· поднять ру́ку на кого-л. σηκώνω χέρι (επάνω σέ κάποιον)-наложи́ть ру́ку на что-л. βάζω χέρι σέ κάτι, βάζω στό χέρι κάτι· наложить на себя руки κάνω ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, σηκώνω ἐπάνω μου χέρι· приложить ру́ку βάζω τό χεράκι μου, βοηθώ· нагреть себе руки на чем-л. κάνω τή μπάζα μου, βγάζω μίζα· выдать на руки δίνω στά χέρια· это дело его рук εἶναι δική του δουλειά· из рук в ру́ки, с рук на руки ἀπό χέρι σέ χέρι· из первых рук ἀπό πρώτο χέρι· из рук вон плохо κακά καί ψυχρά· все валится из рук δέν μπορώ νά κάνω δουλειά· как без рук без кого-чего-л. εἶμαι ἀνήμπορος, μοῦ κόβονται τά χέρια· не покладая рук ἀσταμάτητα, ἀκούραστα· не хватает рабочих рук δέν φτάνουν τά ἐργατικά χέρια· отбиться от рук γίνομαι ᾶτακτος, δέν πειθαρχώ· с ру́к сбыть ξεφορτώνομαι κάτι· ему́ все сходит с рук βγαίνω πάντα λάδι· это мне не с \рукай разг δέν μοῦ ἐρχεται βολικό· средней \рукай разг μέτριος, κοινός· просить чьей-л, \рукаи ζητώ τό χέρι (или τήν χείρα), ζητώ σέ γάμο· махну́ть \рукао́й на что-л. παρατάω κάτι· \рукаой подать πολύ κοντά, δίπλα· как \рукаой сняло что-либо разг πέρασε ἐντελώς· чужими \рукаами жар загребать погов. βάζω ἄλλον νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα, βάζω ἄλλον νά βγάλει τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά· ухватиться обеими \рукаами за что-л. ἀρπάζομαι (или πιάνομαι) ἀπό κάτι, δέχομαι μέ εὐχαρίστηση· сон в ру́ку τό ὀνειρο βγήκε· передать кого-л. в ру́ки правосудия παραδίδω κάποιον στά χέρια τής δικαιοσύνης· положа ру́ку на сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > рука

  • 3 рука

    78 С ж. неод.
    1. käsi (ka ülek.); левая \рукаа vasak v pahem käsi, kurakäsi, поднять руки käsi tõstma (ka ülek.), пожть руку кому kelle v kellel kätt suruma, по правую руку paremat kätt, paremal pool, перчатки не по \рукае sõrmkindad ei ole parajad, все руки заняты mõlemad käed on kinni, эта книга у кого-то на \рукаах see raamat on kellegi käes v kellelegi välja antud, снять с \рукаи кольцо sõrmust käest v sõrmest ära võtma, взять ребёнка на \рукаи last sülle võtma, гулять под \рукау käe alt kinni v käevangus jalutama, \рукаами не трогать mitte puutuda, переписать от \рукаи käsitsi ümber kirjutama, играть в четыре \рукаи neljal käel (klaverit) mängima, вот (тебе) моя \рукаа minu käsi selle peale, в трое рук делать что kolmekesi tegema mida, выронить из рук (käest) maha pillama, взяться за \рукаи käest kinni võtma, вести за \рукау кого keda kättpidi talutama, передать в собственные руки isiklikult kätte v üle andma, руки вверх! (1) käed üles, (2) käed ülal! руки перед грудью! käed rinnal!, руки за голову! käed kuklal!, руки на голову! käed pealael!, руки на пояс! käed puusal!, рабочие руки ülek. töökäed, опытная \рукаа врача arsti vilunud käsi, умелые руки osavad käed, заботливые руки hoolitsevad käed;
    2. (без мн. ч.) käekiri; allkiri; неразборчивая \рукаа mitteloetav käekiri, подделать чью руку kelle allkirja järele tegema v võltsima, приложить руку (1) к чему, под чем van. oma allkirja andma, kätt alla panema, (2) к чему ülek. kätt mängu panema; ‚
    лёгкая \рукаа у кого kellel on v oli hea v õnnelik käsi;
    правая \рукаа (у) кого, чья kelle parem v teine käsi olema;
    своя \рукаа kõnek. omamees, omainimene;
    твёрдая \рукаа raudne v kõva käsi;
    золотые руки kuldsed käed;
    руки коротки у кого kõnek. kelle võim ei ulatu milleni, käed ei küüni milleni, kuhu, hammas ei накка peale millele, kellel ei ole voli milleks, kelle jõud v jaks ei käi üle millest; большой \рукаи kõnek. kangemat v suuremat v esimest sorti;
    средней \рукаи kõnek. keskpärane;
    не \рукаа, не с \рукаи кому, что, с инф. kõnek. (1) kellel-millel ei ole mõtet, (2) ei kõlba, ei sobi, ei passi;
    третьих рук teiste suust v käest, vahetalitaja kaudu;
    из первых рук kelle enda käest, algallikast;
    на живую руку kõnek. ülepeakaela, rutakalt, nagu ratsahobuse seljast;
    на скорую руку kõnek. (1) kibekähku, pikka pidu pidamata, ilma pikemata, (2) ülepeakaela, pilla-palla tegema, nagu ratsahobuse seljast;
    на широкую руку kõnek. helde käega, heldekäeliselt, suurejooneliselt;
    под весёлую руку kõnek. lõbusas v heas tujus (olles);
    под горячую руку kõnek. vihaga, südametäiega, tulist viha täis (olles), ärritatuna;
    тяжела на \рукау kõnek. valusa käega olema, kellel on valus käsi;
    нечист на \рукау kõnek. kelle käed pole puhtad, kellel on pikad näpud;
    \рукаа об \рукау käsikäes, ühisel jõul ja nõul;
    не покладая рук käsi rüppe panemata, usinasti, kätele puhkust andmata;
    положа руку на сердце kõnek. kätt südamele pannes;
    сидеть сложа руки käed rüpes istuma;
    сон в руку unenägu läks v on läinud täide;
    чужими \рукаами жар загребать kõnek. teiste turjal v nahal liugu laskma, võõraste pükstega tules istuma, teistel kastaneid tulest välja tuua laskma;
    с пустыми \рукаами tühjade kätega, palja käega;
    на \рукаах чьих, у кого (1) kelle hoole all v hooldada, (2) kelle käsutuses v käsutada;
    на \рукау кому kõnek. kellele sobima v passima v meeltmööda olema;
    как без рук без кого-чего kõnek. kelleta-milleta pigis v hädas v plindris olema, mitte midagi peale hakata oskama;
    ударить по \рукаам kõnek. käsi (kokku) lööma, kihlvedu sõlmima, kihla vedama;
    взять голыми \рукаами кого kellest paljaste kätega v vaevata jagu v võitu saama;
    взять в руки кого kõnek. keda käsile võtma;
    взять себя в руки end kätte v kokku võtma;
    греть руки на чём kõnek. kelle-mille arvel kasu lõikama, (vahelt)kasu lõikama, matti võtma;
    гулять по \рукаам kõnek. käest kätte käima;
    дать руку на отсечение kõnek. (oma) pead pandiks anda võima, mürki võtta võima;
    дать волю \рукаам kõnek. (1) kätele vaba voli andma, (2) käsi ligi v külge ajama;
    дать по \рукаам кому kõnek. kellele näppude pihta andma;
    дать козырь в руки кому kõnek. kellele trumpi kätte andma;
    держать в \рукаах кого keda oma käpa all hoidma, valitsema kelle üle;
    держать себя в \рукаах end vaos hoidma;
    держать руку кого, чью kõnek. kelle poolt olema v kelle poole hoidma, keda pooldama v toetama;
    играть на \рукау кому kellele mida kätte mängima, kellele kasu tooma;
    иметь руку seljatagust omama;
    ломать руки käsi ringutama, meeleheitel olema;
    замарать руки kõnek. (oma) käsi määrima;
    махнуть \рукаой на кого-что kelle-mille peale käega lööma;
    мозолить руки kõnek. käsi rakku töötama, töötama nii, ет veri küünte all;
    набить руку на чём milles kätt harjutama, mida käe sisse saama;
    наложить на себя руки kõnek. kätt oma elu külge panema, vabasurma minema;
    не положить охулки на \рукау kõnek. omakasu peal väljas olema;
    носить на \рукаах кого keda kätel kandma;
    отбиваться \рукаами и ногами от чего kõnek. millele käte ja jalgadega vastu sõdima, sõrgu vastu ajama;
    отбиться от рук kõnek. käest ära v ülekäte v ulakaks minema;
    подписаться обеими \рукаами под чем millele kahe käega alla kirjutama;
    попасться под \рукау кому kellele ette v kätte juhtuma, pihku sattuma;
    пройти между рук у кого kelle käte vahelt välja libisema, ära lipsama;
    руки kelle kätest v käe alt läbi käima;
    развести \рукаами käsi laiutama v lahutama v laotama;
    развязать себе руки vaba voli saama, vabu käsi saama;
    оторвать с \рукаами что kõnek. mida lausa käte vahelt ära kiskuma v nabima, minema nagu värsked saiad;
    связать по \рукаам и ногам кого kõnek. keda käsist ja jalust v käsist-jalust siduma;
    рук kõnek. kelle pilli järgi tantsima, kelle tahtmist tegema v kelle tahtmist mööda tegema v talitama;
    всплеснуть \рукаами kahte kätt v käsi kokku lööma;
    сойти с рук (1) кому terve nahaga pääsema, puhtalt välja tulema, (2) millega (õnnelikult) maha saama;
    ухватиться обеими \рукаами за что kõnek. millest kahe käega v küünte ja hammastega kinni haarama;
    \рукаа не дрогнет v
    не дрогнула у кого kelle käsi ei väärata v ei värise v ei vääratanud v ei värisenud, kes ei kohku v ei kohkunud tagasi;
    \рукаа не поднимается v
    не поднимется у кого (1) на кого käsi ei tõuse kelle vastu, (2) с инф. kellel käsi ei tõuse v ei ole südant milleks;
    руки не доходят у кого, до кого-чего kellel ei ole v kes ei saa milleks mahti;
    опустились у кого kelle käed vajuvad v vajusid rüppe;
    сбыть с рук кого-что kõnek. (1) kellest-millest lahti saama, (2) keda-mida maha kupeldama v müüma v ärima;
    с лёгкой \рукаи кого, чьей kõnek. kui keegi on v oli otsa lahti teinud;
    под рукой kõnek. käeulatuses, käepärast;
    как \рукаой сняло kõnek. nagu käega v peoga pühitud;
    \рукаой подать kõnek. siinsamas, kiviga visata, kiviviske kaugusel;
    мастер на все руки meister v mees iga asja peale;
    из рук валиться kõnek. käest pudenema, viltu vedama;
    рук kelle kätetöö;
    руки чешутся у кого kõnek. (1) kelle käed sügelevad, (2) на что, с инф. kelle käed kibelevad; умереть
    \рукаах kelle käte vahel surema;
    из рук вон плохо kõnek. hullemini enam ei saa, hullem olla ei saagi, päris halb v halvasti;
    \рукаи kelle kätt paluma;

    Русско-эстонский новый словарь > рука

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»